μετάκλητο

μετάκλητο
μετάκλητος, -ον (Α) [κλητός]
προσκεκλημένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετακλητός — ή, ό [μετακαλώ] 1. αυτός που μπορεί να μετακληθεί ή αυτός που ήλθε με μετάκληση 2. (για υπάλληλο) αυτός που μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή, ο μη μόνιμος, ο ανακλητός 3. το ουδ. ως ουσ. το μετακλητό (ιδίως για δημόσιο υπάλληλο) η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”